Κατανόηση Γραπτού Λόγου
القراءة و الفهم
Κοινωνικές Σχέσεις – Κηδεία
العلاقات الاجتماعية – الجنازة
Αναπάντητη κλήση από τη θεία
مكالمة فائتة من الخالة
(Ο Αλέξης περιμένει τη Μαρίνα, την αδερφή του, στο σπίτι και έχει να της πει κάποια δυσάρεστα νέα. Η θεία τους πέθανε σήμερα το πρωί. )
أليكسيس ينتظر مارينا ، أخته ، في المنزل ولديه بعض الأخبار السيئة لإخبارها. ماتت عمتهم هذا الصباح.
Αλέξης: (Μα πού είναι; Θα έπρεπε να έχει γυρίσει μέχρι τώρα. Δεν σηκώνει και τα τηλέφωνα. Πφφ…)
(Ακούγονται τα κλειδιά στην πόρτα. Η Μαρίνα γύρισε σπίτι.)
Μαρίνα: Γεια σου αδερφούλη. Είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. Τι κάνεις; Α, με πήρες τηλέφωνο; Είχα το κινητό στο αθόρυβο. Α, και μια κλήση από τη θεία Λένα. Μα τι έχεις, φαίνεσαι θλιμμένος.
Αλέξης: Μαρίνα μου, η θεία πέθανε σήμερα το πρωί.
Μαρίνα: Δεν το πιστεύω. Το Σάββατο ήμασταν για φαγητό στο σπίτι της και ήταν μια χαρά. Τι έγινε; Πες μου.
Αλέξης: Μίλησα με τον ξάδερφό μας τον Κώστα και μου είπε ότι η θεία έπαθε έμφραγμα. Είχε κάτι πόνους στο στήθος και την πήγε στο νοσοκομείο. Λογικά αυτός σε πήρε τηλέφωνο από το κινητό της θείας.
Μαρίνα: Τόσο ξαφνικά; Ας τον πάρω ένα τηλέφωνο να πω και εγώ τα συλλυπητήρια.
Κώστας: Παρακαλώ.
Μαρίνα: Κώστα μου, η Μαρίνα είμαι. Συλλυπητήρια. Ήμουν στη δουλειά, μόλις μου το είπε ο Αλέξης. Λυπάμαι πολύ. Έφυγε πολύ ξαφνικά.
Κώστας: Ευχαριστώ Μαρίνα μου. Αύριο είναι η κηδεία.
Μαρίνα: Χρειάζεστε κάποια βοήθεια;
Κώστας: Όχι, μην το σκέφτεσαι, είναι εδώ τα αδέρφια μου. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Θα τα πούμε αύριο στην κηδεία.
Μαρίνα: Έγινε Κώστα. Και πάλι συλλυπητήρια.
Αλέξης: Μίλησα και με την μαμά. Είναι αρκετά στεναχωρημένη. Ήταν πολύ δεμένες οι δυο αδερφές.
Μαρίνα: Ήταν πολύ γλυκιά η θεία Λένα. Ας πάμε στη μαμά να την παρηγορήσουμε.
Λεξιλόγιο | المفردات |
(η) κηδεία | الجنازة |
(ο) αναπάντητος, (η) αναπάντητη, (το) αναπάντητο | دون إجابة |
(ο) θείος, (η) θεία | العم(ة) ، الخال(ة) |
(ο) δυσάρεστος, (η) δυσάρεστη, (το) δυσάρεστο | غير سار، غير سارة |
πεθαίνω | أموت |
ακούγομαι | أسمع |
(το) κλειδί | المفتاح |
(η) κίνηση | الحركة |
(ο) αθόρυβος, (η) αθόρυβη, (το) αθόρυβο | صامت ، صامتة |
(η) κλήση | الاتصال |
φαίνομαι | أبدو |
(ο) θλιμμένος, (η) θλιμμένη, (το) θλιμμένο | حزين ، حزينة |
(ο) ξάδερφος, (η) ξαδέρφη, (τα) ξαδέρφια | ابن العم(ة)/الخال(ة) ، ابنة العم(ة)/ الخال (ة)، |
(το) έμφραγμα | النوبة القلبية |
(ο) πόνος | الألم |
(το) στήθος | الصدر |
(το) νοσοκομείο | المشفى |
(το) κινητό | الجوال |
(τα) συλλυπητήρια | التعازي |
λυπάμαι | أنا آسف |
ξαφνικά | فجأة |
(ο) δεμένος, (η) δεμένη, (το) δεμένο | مترابط(ة) |
παρηγορώ | أعزّي |
εύχομαι | أتمنى |